πεντεκαιεικοστός

πεντεκαιεικοστός
πεντεκαιεικοστός
twenty-fifth
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεντεκαιεικοστός — ή, όν, Α αυτός που σε μια σειρά κατέχει την εικοστή πέμπτη θέση, ο εικοστός πέμπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαιείκοσι + κατάλ. (σ)τος (πρβλ. ογδοηκο στός)] …   Dictionary of Greek

  • πεντεκαιεικοστῆς — πεντεκαιεικοστός twenty fifth fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”